- ἀνθρωποβόρῳ
- ἀνθρωποβόροςmaneatingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωποβορώ — ἀνθρωποβορῶ έω (AM) είμαι ανθρωποφάγος, φέρομαι σαν κανίβαλος … Dictionary of Greek